ἀνακάτωσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακάτωσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνακάτωσι ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀνακάτουσ’ βόρ. ιδιωμ. ἀνακάτου’ ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀνεκάτωσι ᾿Ιων. (Κρήν.) Α.Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ. ἀ. ἀνεκάτω’ Μυκ. Πάρ. (Λεῦκ.) ἀνικάτουσ’ Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ ἀνακάτωσις. Ὁ τύπ. ἀνεκάτωσι καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. (ἰδ. κατωτ).
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Διάθεσις, τάσις πρὸς ἐμετὸν κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ἔχω-μοῦ ’ρχεται ἀνακάτωσι. Τὸ φαεῖ μοῦ ’φερε ἀνακάτωσι κοιν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακάτεψι Α 2. 2) ’Ανάμειξις, ταραχὴ τῶν στοιχείων τῆς φύσεως, μεταβολὴ τοῦ καιροῦ εἰς τὸ χειρότερον Κρήτ. Σύμ κ.ἀ. :᾿Ανεκάτωσι καιροῦ Α.Κρήτ.ǁ Φρ. Ἀνακάτωσι τοῦ φεgαριˬοῦ (ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς νέας σελήνης καὶ ἡ προτεραία, καθ᾽ ἃς πιστεύεται ὅτι μεταβάλλεται ὁ καιρὸς εἰς τὸ χειρότερον) Σύμ. ǁ ᾎσμ. Μὰ ἦτον ἀνακάτωσι κ᾿ ἐφύσα τ᾿ ἀεράκι κ᾽ ἔστεκε dὸ τουφέκι dου δίπλα ’ς τὸ χαρακάκι Κρήτ. Συνων κακοκαιρία. Ἡ σημ. καὶ ἐν ’Ερωτοκρ. Β 2129 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «φυσᾷ τ’ ὀχ τὴν ἀνατολὴ καὶ πάει το ’ς τὴ δύσι, | κάνει τ᾽ ἡ ἀνεκάτωσι νὰ βρέξῃ, νὰ χιονίσῃ». Β) Μεταφ. 1) Στενοχωρία Πόντ.(Τραπ.): Ἔχω τρανὸν ἀνακάτωσιν. 2) ᾿Ανώμαλος κατάστασις, σύγχυσις, ταραχὴ σύνηθ. καὶ Πόντ.(Κερασ. Χαλδ.): Κάνω-φέρνω ἀνακάτωσι σύνηθ. Μέσ’ ’ς τὴν ἀνακάτωσ’ εἶναι Μύκ. Ἐέντον τρανὸν ἀνακάτωσι (ἐέντον = ἔγινε) Κερασ. ǁ ᾎσμ. Σὲ κάθε ἀνακάτωσι τὴν φέρναν ἄνω κάτω Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. (ἔκδ. RDawkins) 1,302 «θωρῶντα ὁ ἀμιρᾶς…πῶς ἡ Κύπρος εὑρίσκεται εἰς μεγάλην ἀνακάτωσιν ἐγύρεψεν νὰ πάρῃ τὴν χώραν του». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακάτωμα Β 2. 3) Σχέσις ἢ δικαίωμα ἀναμείξεως εἰς ξένην ὑπόθεσιν, ἐνδιαφέρον δι᾽ ἀλλότρια πράγματα Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Εἶχες τώρᾳ σὺ κἀμμιˬὰν ἀνεκάτωσι νὰ μιλήσῃς; δὲ bά κιˬ ἂς ἐβγάνα τὰ μάθιˬα dωνε! (bά=πάει). Δὲν ἔχω ἀνεκάτωσι καἱ βγάνετε μοναχοὶ τὰ μάθιˬα σας! 4) Σχέσις κοινωνικὴ, συναναστροφὴ Κεφαλλ. κ. ἀ.: Μ ᾿ ἐσᾶς νὰ ἔχῃ τόση ἀνακάτωσι κ᾿ ἐμᾶς νὰ μὴ μᾶς τὸ πῇ μήτε! Κεφαλλ. 5) Διαβολή, ρᾳδιουργία Λεξ. Δημητρ. 6) Φιλονικία. πολλαχ. Συνων ἀναγούλα (Ι) Β3, καβγᾶς, μάλωμα, φασαρία. Πβ. ἀνακάτεμα, ἀνακάτεψι, ἀνακάτωμα, ἀνακατωσιˬά
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA