ἀνακατωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακατωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνακατωτὸς ἐπίθ. σύνηθ. ἀνακατουτός βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακατώνω.

Σημασιολογία

Αὐτὸς ποῦ δὲν εἶναι ἀμιγής, ὁ μεικτός: Ἀνακατωτὸ ψωμὶ (τὸ παρεσκευασμένον ἐκ σίτου καὶ ἄλλου δημητριακοῦ καρποῦ, οἷον ἀραβοσίτου, κριθῆς κττ.) πολλαχ. Συνών. ἀνακατάλογος, ἀνακατεμένος (ἰδ. ἀναακατεύω Α 5), ἀνακατερός, ἀνακατευτός 1, ἀνάκατος 2, ἀνακατωμένος (ἰδ. ἀνακατώνω Α 4).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/