ἀνακαψάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακαψάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνακαψάδα ἡ, Εὔβ. (Κονίστρ.) Παρ. ἀνακαψιˬάδα Εὔβ. (Ὄρ.)

Ετυμολογία

Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. καψάδα, παρ’ ὃ καὶ καψιˬάδα.

Σημασιολογία

1) Αἰθρία κατόπιν βροχῆς Παρ. 2) Γῆ πτωχὴ εἰς γεωργικὴν ἀπόδοσιν, γῆ ἄγονος Εὔβ.(Ὄρ.): Ἔχει σπείρει οὕλο ράχες κιˬ ἄνακαψιˬάδες καί κἄνα δυˬὸ σώχωρα. 3) Μεταφ. αἴσθημα εἰς τὸν φάρυγγα προερχόμενον ἐκ καύσεως, ἐρεθισμοῦ τινος ἐκ κακῆς πέψεως Εὔβ. (Κονίστρ.) Συνων. ἀνακαούρα, ἀνακαψίδα Β 1, ἀνακαψίλα, καήλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/