ἀνακέφαλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακέφαλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνακέφαλα ἐπίρρ.Ποντ.(Χαλδ.)Στερελλ. (Αἰτωλ.) -ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παλληκάρ. 10 καὶ ἐν Προπυλ. 1,145-Λεξ. Αἰν. Πρω.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀνακέφαλος ἢ κατ᾽ εὐθεῖαν ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. κεφάλι. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. καὶ κατακέφαλα.
Σημασιολογία
1)Εἰς τὸ ἐπάνω μέρος ἢ ἀπὸ τὸ ἐπάνω μέρος ἐκτάσεώς τινος Στερελλ. (Αἰτωλ.)-Λεξ. Αἰν. Πρω.: Θὰ τοὺ πἀρ’νι ἀνακέφαλα τά νιρὰ τοὺ χουριˬὸ κὶ θὰ τοῦ πνι’ξ’νι Αἰτωλ. ᾿Ανακέφαλα τοῦ χωριˬοῦ εἶναι ὅ ἅις-Γεώργιˬς Λεξ. Πρω. ǁ Φρ. Παίρνου ἀνακέφαλα τ᾿ ἀμπέ᾿- τοὺ χουριˬό κττ.(διέρχομαι ὁλόκληρον τὸ ἀμπέλι-τὸ χωριὸ) Αἰτωλ. β) Πρὸς τὴν κεφαλήν, πρὸς τὴν πηγὴν ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παλληκαρ 10: Παίρνοντας ἀνακέφαλα τὸ ρέμα. 2) Ἀνεστραμμένως, ὑπτίως Πόντ. (Χαλδ.)-ΓΒλαχογιάνν. ἐν Προπυλ. 1,145-Λεξ. Πρω. : Ἔπεσε ἀνακέφαλα Λεξ. Πρω. Συνών. ἀνάσκελα, ἀντίθ. προύμυτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA