βοτανιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοτανιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βοτανιˬάζω Ἤπ. βοτανζω Πόντ. (Κοτύωρ.Τραπ. Χαλδ.) βοτνζω Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βοτάνι.
Σημασιολογία
1) Περιποιοῦμαι κλήματα καὶ φυτὰ ἐν γένει διὰ νὰ μὴ πάθουν ἔνθ’ ἀν.: Τὸ βοτάνιˬασε τὸ δέντρο Ἤπ. 2) Θεραπεύω μὲ βοτάνια ἢ ἄλλα φάρμακα (κυρίως ἐπὶ τῆς λαϊκῆς θεραπευτικῆς) ἔνθ’ ἄν.: Ἂν βοτανζετε τὸν ἄρρωστον, θὰ λαροῦται (δὰ γίνῃ καλὰ) Τραπ. Ἐβοτανίασε με ἡ μάννα μ’ κ’ ἐλαρῶθα (ἔγινα καλὰ) αὐτόθ. Συνών. βοτανίζω 3. 3) Μαγεύω Ἤπ.: Τὸν βοτάνιˬασε ἡ δεῖνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA