βότσαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βότσαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βότσαλο τό, βήσσαλον Κῶς Μεγίστ. Χίος βήσσαλο Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. κ.ἀ.) Ζάκ. Ἤπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Λευκ. Μέγαρ. Μεγίστ. Τῆλ. κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ. βήσσαλου Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Λεβάδ.) βέσσαλον Κύπρ. Πόντ. (Οἰν.) βήσσελο Τῆν. βήσσιλου Θρᾴκ. (Αἶν.) ᾽ήσσαλον Κάρπ. γήσσαλον Κάρπ. βάσσαλο Εὔβ. (Κύμ.) Πελοπν. (Καλάμ.) βότσαλο σύνηθ. βότσαλου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. φήσσαλο Ἤπ. μήσσαλο Εὔβ. (Κύμ.) Ἰκαρ. μέσσαλον Κύπρ. δήσσαλο Σύμ. βήσσαλε Τσακων. δήσσαλε Τσακων. βήσσαλη ἡ, Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βήσσαλον. Ἰδ. GMeyer ἐν Bezz. Beitr. 19,54.
Σημασιολογία
1) Ὀπτὴ πλίνθος, τοῦβλο Κρήτ. Λευκ. Πόντ. (Οἰν.)-Λεξ. Δημητρ. 2) Θερμὴ πλίνθος ἢ κεραμὶς επιτιθεμένη ἐπὶ τῆς κοιλίας τοῦ πάσχοντος ἀπὸ κωλικόπονον πρὸς παῦσιν τῶν πόνων. Κρήτ. Κύθν. Τσακων. Χίος. β) Κεραμὶς θερμὴ τιθεμένη ἐντὸς σίτου πρὸς ἀφαίρεσιν τῆς ὑγρασίας Κρήτ. γ) Κεραμὶς ἐμβαλλομένη εἰς τὸν φοῦρνον καθ’ ὃν χρόνον ψήνονται οἱ ἄρτοι πρὸς ἐλάττωσιν τῆς θερμότητος Ἤπ. Κύπρ. Λευκ.-Λεξ. Δημητρ.: Παροιμ. φρ. Χώνει βήσσαλα καὶ βγάνει καρβέλιˬα ἢ κουλούρα (ἐπὶ ἀνθρώπου εὐδοκιμοῦντος ὑπὲρ πᾶσαν προσδοκίαν) Ἤπ. Λευκ. 3) Τεμάχιον κεραμίδος, ὄστρακον Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. κ.ἀ.) Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Κῶς Λευκ. Μέγαρ. Μεγίστ. Πελοπν. (Καλάμ.) Πόντ. (Οἰν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τῆν. Χίος κ.ἀ.: Φρ. Τὸν ἔπιˬασαν μὲ τὰ βήσσαλα (τὸν διεπόμπευσαν διὰ τὴν κακήν του διαγωγὴν) Μεγίστ. Νὰ μὴ σοῦ μείνῃ βήσσαλο! (ν’ ἀπολέσῃς τὰ πάντα, νὰ καταστραφῇς οἰκονομικῶς) Λευκ. κ.ἀ. Νὰ σὲ γράψουνε ’ς τὸ βήσσαλο! (εἴθε ν’ ἀποθάνῃς! Ἡ φρ. ἐκ τῆς συνηθείας νὰ γράφῃ ὁ ἱερεὺς τὸ ὄνομα τοῦ ἐνταφιαζομένου ἐπὶ τεμαχίου ὀστράκου καὶ νὰ ρίπτῃ αὐτὸ ἐντὸς τοῦ τάφου) Κύμ. || Παροιμ. Ἔχωσε τὸ πέταλο κ’ ηὕρηκε βήσσαλο (ἐπὶ τοῦ ζημιωθέντος εἰς ἐπιχείρησιν, εἰς τὴν ὁποίαν κατέβαλε μεγάλα κεφάλαια) Κεφαλλ. || ᾌσμ. ’Σ τὸ κεραμίδι γεύονται, ’ς τὸ βήσσαλο δειπνᾶνε Λευκ. Παίρνει λιθάριˬα ’ς τὴν πουδεˬὰ κὶ βήσσαλα ᾿ς τὰ χέριˬα Αἰτωλ. β) Θραῦσμα, σύντριμμα ἐν γένει Θρᾴκ. (Αἶν.) Λευκ. Στερελλ. (Ἀράχ. Λεβάδ.) Τῆλ.-Λεξ. Δημητρ.: Ἔσπασε τὴν τσανάκα κ’ ἔκαμέν την βήσσαλα Τῆλ. Συνών. θρύψαλλο, συντρίμμι. 4) Λίθος μικρὸς στρογγυλοειδὴς καὶ λεῖος τὴν ἐπιφάνειαν ὡς ἡ παραθαλασσία ἢ ποταμία ψῆφος σύνηθ.: Δρόμος στρωμένος μὲ βότσαλα σύνηθ. || Φρ. Παίζω τὰ βότσαλα (ἐν τῇ παιδιᾷ τῶν πεντοβόλων) Πελοπν. (Αἴγ.) || Ποίημ. Ξανθὸ παιδὶ ’ς τοῦ ὡραίου γιˬαλοῦ τὰ βότσαλα γερμένο ΠΝιρβάν. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 274. Συνών. βολάκι 2, βόλι 3. β) Λιθάριον ἐν γένει Ἤπ. Σῦρ.: Φρ. Τὸν πήρανε μὲ τὰ βότσαλα (τὸν ἐλιθοβόλησαν) Σῦρ. Κάη τὸ ψωμὶ κ’ ἐγί’ βήσσαλο (σκληρὸν ὡς λίθος) Ἤπ. 5) Τὸ τμῆμα τοῦ φούρνου τὸ μεταξύ τοῦ στομίου καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ μέρους Σύμ. 6) Τὸ ἔδαφος τοῦ φούρνου Σύμ. 7) Τὸ μέρος τῆς ἑστίας, ὅπου ἀνάπτεται τὸ πῦρ Σύμ. 8) Πρᾶγμα κατάψυχρον Κάρπ.-Λεξ. Δημητρ.: Ἐγύριξε ’ς τὸ χιˬόνι κ’ εἶναι τὰ πόδιˬα του βήσσαλο Λεξ. Δημητρ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βήσσαλα τοπων. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA