βοῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοῦ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιφώνημα
Τυπολογία
βοῦ ἐπιφών. Ἀπουλ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Νίσυρ. Πόντ. (Οἰν.) βούι Πόντ.
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη.
Σημασιολογία
Ἐκφράζεται δι’ αὐτοῦ σχετλιασμὸς καὶ ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὰ ἀρχ. οἴμοι, φεῦ ἔνθ’ ἀν.: Βοῦ, εἶντά παθα ἡ κακομοῖρα! Νίσυρ. Συνών ἀλλοίμονο, βουά 2) Χρησιμοποιεῖται ὡς κλητικὸν ἐπιφών. Πόντ. (Οἰν.): Μάρια, βοῦ! Συνών. ἔ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA