ἀνάκουστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάκουστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάκουστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀνάκουγος Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 49 ἄικουστος Ἤπ. ἄκ’στος Ἄνδρ. ἄικ’στους Ἤπ. ἄκ’στους Μακεδ. (Σιάτ.) κ. ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ἀκουστός. Τὸ ἄικουστος ἀντὶ ἄκουστος ἄνευ συνθέσεως τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ᾿Ιδ. ἀ- στερητ. 2 α. Διὰ τὸ ι τοῦ τύπ. παρὰ τὸ τονούμενον α ἰδ. ἈνθΠαπαδοπ. Γραμματ. βορ. ἰδιωμ 24.

Σημασιολογία

1) Παθ. ὁ μὴ ἀκουόμενος Λεξ. Δημητρ.: Μιλάει τόσο σιγὰ ποῦ καταντάει ἀνάκουστος. β)Ὁ μὴ ἀκουσθεὶς μέχρι τοῦδε, πρωτάκουστος, συνήθως πρὸς ἔκφρασιν ἀπορίας καὶ θαυμασμοῦ ἐπὶ καλοῦ ἢ κακοῦ σύνηθ. : Ἀνάκουστη καλωσύνη-κατεργαριὰ Λεξ. Δημητρ. Αὐτὰ ποῦ μοῦ λές εἶναι ἀνάκουστα Λεξ. Πρω. Λόγιˬα ἄγραφα, ἀμίλητα κιˬ ἀνάκουστα Γ’Αθάν. Πράσιν. καπέλλ. 113. Ἀνάκουστες βλαστήμιες ΚΠασαγιάνν. ἐν Τέχνῃ 1,222- Ποιήμ. Φορτωμένη με κίτρα, εὐωδιˬασμένη, θενά μᾶς πάει ‘ς τ’άνάκουστο ταξίδι νύφη γολέττα ἀπὸ τὸ Γαλαξίδι ΖΠαπαντ. ἐν Ἀνθολ. Η’Αποστολίδ. 334. Τὴ νύχτα ἀκούει ὅλα τ᾽ ἀνάκουστα Γ᾿Δροσίν. Φωτερ. σκοτάδ. 2 142. Συνών. ἀνήκουστος. γ) Ὁ περὶ οὗ δὲν ἀκούεται τίποτε, ὁ ἐξαφανιζόμενος Ἄνδρ. Ἤπ. Μακεδ. (Σιάτ.): Φρ. Ὁ δεῖνα πήενε ἄκ’στος (ἐχάθη χωρὶς νὰ ἀκουσθῇ τι περὶ αὐτοῦ) Ἄνδρ. Γί’κι ἄφαντους κιˬ ἀικ’στους (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Ἄκ’στους κιˬ ἄφαντους νὰ ὲ᾿! (ἀρὰ) Σιατ. Συνων ἄρατος, ἄφαντος, τριάρατος 2) Ενεργ. ὁ μὴ ἀκούων Α’Εφταλ. ἔνθ’ἀν. :Ἀμίλητη, ἀνάκουγη, ἀσάλευτη καὶ μήτε ἀνασασμό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/