ἀργάτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργάτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀργάτα ἡ, Κεφαλλ. ἀργάτο Κύθηρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. regata, παρ’ ὃ καὶ argata, τοῦ ar=re ἰδιάζοντος εἰς πολλὰ ἰδιώματα τῆς Β. ᾿Ιταλίας. ᾿Ιδ. Gmeyer Neugr. Stud. 4,13.

Σημασιολογία

1) Ἄμιλλα ταχύτητος, συνήθως ἐπὶ πλοίων Κεφαλλ.: Τὰ δύο βαπώριˬα ἐβγήκανε μαζὶ ἀπὸ τὸ πόρτο καὶ θὰ κάμουν ἀργάτα. Τὰ βαπώριˬα ἔχουν ἀργάτα. Συνών. ἀργαταριστή. 2) Ἡ μεταξὺ θεριστῶν ἢ καλλιεργητῶν ἅμιλλα περὶ τοῦ ποῖος πρῶτος θὰ τελειώσῃ τὸ ὡρισμένον εἰς αὐτὸν μέρος Κύθηρ.: Φρ. Παίζομ’ ἀργᾶτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/