ἀργάτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργάτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀργάτης ὁ, ἐργάτης λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Ζάκ. Καππ. (’Ανακ. Σινασσ.) Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Πάρ. Πελοπν. (Λακων.) Χίος κ.ἀ. ἰργάτ’ς Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἐργάτες Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ.) ἐργάτα Τσακων. ἐργάτσης Καππ. (Ἀραβάν. Γούρζ. Σίλατ.) ἀργάτης κοιν. ἀργάτ-της Σύμ. ἀρgάτης Καππ. (Φάρασ.) ἀρκάτης Κύπρ. Ρόδ. Χίος (Πυργ.) ἀργάτες Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀργάκης Χίος (Μεστ.) ἀργάτης Εὔβ. (Στρόπον.) ἀργάτ’ς βόρ. ἰδιώμ. ἀργιˬάτης Ρόδ. ἀριˬάτης Ρόδ. Θηλ. ἀργάτισσα πολλαχ. ἀργάτ’σσα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Σάμ. κ.ἀ. ᾽ργάτ᾽σσα Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀργάτα Κεφαλλ. ἐργατῖνα Χίος (Νένητ.) ἀργατῖνα Λῆμν. Μακεδ. Σκίαθ. κ.ἀ. ἀρκατῖνα Κύπρ. ἀργατίνισσα ἀγν. τόπ. ἀργατίκισσα Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) ἀργατίντσα Μακεδ. (Σισάν.) ἀρκατοῦ Κύπρ. Χίος. Πληθ. ἀργατοὶ Θρᾴκ. (Γέν.) ἀργαταῖοι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν οὐσ. ἀργάτης, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐργάτης. Πβ. Μαχαιρ. 1,246 (ἔκδ. RDawkins) «πέμπει τον μὲ μίαν τσάππαν εἰς τὸ χέριν του νὰ σγάφῃ εἰς τὸ χαντάκιν. . . μὲ τοὺς ἀργάτες». Τὸ ἀρκτικὸν α δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ κατὰ προληπτικὴν ἀφομ. πρὸς τὸ ἑπόμενον α. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,233. Διὰ τὸν τύπ. ἀργιˬάτης Ρόδ. πβ. τὰ ὅμοια αὐτόθι ἀμπελουρgιˬός, ἀργιˬὸς κττ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐπὶ μισθῷ ἐργαζόμενος συνήθως εἰς ἐργασίας γεωργικάς, οἰκοδομικάς, βιοτεχνικὰς κττ., ἐργάτης κοιν. καὶ Καππ. (’Ανακ. Ἀραβάν. Γούρζ. Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ.) Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔρχομαι-πηγαίνω ἐργάτης. Ἔχω-βάζω-παίρνω-πιˬάνω ἀργάτες κοιν. Ἐμπαίνω ἀργάτης Κάρπ. Δ'λεύου ᾿ργάτ᾿σσα (ὡς ἐργάτις) Ζαγόρ. || Φρ. Ἄς βά’ κιˬ ἀργάτις (ἂς βάλῃ καὶ ἐργάτας, δηλ. νὰ τὸν βοηθήσουν εἰς τὰς ἐνεργείας του. Εἰρων. ἐπὶ ἀδιαφορίας πρὸς τὸν κακολογοῦντα) Μακεδ. (Καταφύγ.) ᾿Νοῦς ἐργάτη-δυˬὸ ἐργατῶ ἀbέλι (ἔκτασις ἀμπέλου ὅσην δύνανται νὰ καλλιεργήσουν εἷς ἢ δύο ἐργάται ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ) Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ.) Χίλ’ ἀργατῶν ἀμπέλι (ἔκτασις ἀμπέλου ὅσην δύνανται νὰ καλλιεργήσουν χίλιοι ἐργάται ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ) Χίος || Παροιμ. Ὁ καλὸς ἀργάτης εἶναι ἀποὺ τὸ μεσημέρι κ’ ὕστερα (ἡ σωματικὴ ἀντοχὴ τοῦ ἐργάτου φαίνεται μετὰ μεσημβρίαν, διότι μέχρι τότε καὶ ὁ κακὸς ἐργάτης δύναται νὰ ἐργασθῇ) Κρήτ. Ὅποι͜ος ἔχει ἀμπέλιˬα ἄς βάνῃ ἐργάτες καὶ καράβιˬα καλαφάτες (ἕκαστος ὀφείλει νὰ φροντίσῃ ὁ ἴδιος διὰ τὰς ὑποθέσεις του) Πάρ. Ποῦ ’χει κατάρα γονικὴ τὸ Μάι εἶν᾿ ἀργάτης, τὸν Ἄοστο χοιροβοσκὸς καὶ τὸ Γενάρι ναύτης (ἐπὶ τῆς ταλαιπωρίας τοῦ ἐργάτου κατὰ τὸν Μάιον καὶ Ἰούνιον ἕνεκα τοῦ μήκους τῶν ἡμερῶν καὶ τοῦ καύσωνος) Ἄνδρ. Τ᾿ ἀργάτε ἡ γυναῖκα οὓς τὸ μεσημέρ’ πεινᾷ (διότι μετὰ μεσηβρίαν πάντως θὰ ἔχῃ τροφὴν ἐκ τῆς ἐργασίας τοῦ συζύγου) Χαλδ. || ᾌσμ. Θ’ ἐβγαίνω καὶ θὰ πορπατῶ ᾽ς ὅλα τὰ πολιτείας, θενὰ γυρεύω μάστοραν, θενὰ ζητῶ ἀργάτεν Χαλδ. Τῆς ἄφηκε καὶ λίγο χρεˬὸς ἐννεˬὰ χιλιˬάδες γρόσιˬα, τῆς ἄφηκε καὶ γιˬὰ νὰ ζῇ χίλ’ ἐργατῶν ἀμπέλι Χίος. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀργάτ’ς Μακεδ. (Λιμπίν.) Ἀρκάτης Χίος Ἀρκάτες Κύπρ. Συνών. ἀργατικὸς 2. β) Εἰδικώτερον ὁ ἐν ταῖς οἰκοδομικαῖς ἐργασίαις βοηθὸς τῶν κτιστῶν ἐργάτης κομίζων τὰ διάφορα τῆς οἰκοδομῆς ὑλικά, οἷον λίθους, πηλὸν κττ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) Σῦρ. κ.ἀ. γ) Τὸ ἡμερομίσθιον τοῦ ἐργάτου Κρήτ.: Φρ. Κάνω ἕναν ἀργάτη (ἐργάζομαι μίαν ἡμέραν, δι᾿ ἓν ἡμερομίσθιον) || Παροιμ. Ἀργάτη κάνεις; ἀργὰ τόνε τρώς (ὁ ἐργαζόμενος ἐπὶ ἡμερομισθίῳ λαμβάνει τόσα, ὅσα τοῦ ἀρκοῦν μόνον διὰ τὴν τροφὴν τῆς ἑσπέρας. Συνών. φρ. μεροδούλι μεροφάει) Κρήτ. Συνών. μεροκάματο. 2) Ἡ μέλισσα ἡ ἐργάτις Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.): Λιγότιψαν οἱ ἀργάτις κὶ πιρίιψαν οἱ bαbούρ’ (οἱ κηφῆνες) Χαλκιδ. 3) Μηχανὴ πλοίου ἱστιοφόρου διὰ τῆς ὁποίας ἀνασύρεται ἡ ἄγκυρα ἢ ὄργανον διὰ τοῦ ὁποίου ἀνέλκονται πλοῖα εἰς τὴν ξηρὰν ἤ ὄργανον ἐν γένει διὰ τοῦ ὁποίου ἀνέλκεται βάρος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) 4) Ὁ ἐν τῷ μύλῳ ὄρθιος περιστροφικὸς στῦλος ἐκ τοῦ ὁποίου διὰ προσθέτου ὁριζοντίου βραχίονος ἐξαρτῶνται μεγάλαι ἀγκύλαι τὰ λεγόμενα ψαλίδιˬα χρησιμεύοντα εἰς τὴν ἄρσιν τῆς ἄνω μυλόπετρας καὶ τὴν μετατόπισιν διὰ τῆς στροφῆς αὐτοῦ Ἄθ. β) Σιδηρᾶ ράβδος τοῦ μύλου μὲ τὴν ὁποίαν σφίγγουν τὰ μάγγανα Ρόδ. 5) Τὸ στροφεῖον τοῦ ἐλαιοπιεστηρίου, ἤτοι ὁ ἄξων εἰς τὸν ὁποῖον περιελίσσεται τὸ σχοινίον τὸ περιστρέφον τὸ πιεστήριον πολλαχ.: Ὅλη τὴν ἡμέραν σὰν τὸν ἀργάτη γυρίζ’ ὁ δόλιˬος, δὲν ἔχει στασιˬὸ Στερελλ. (᾽Αράχ.) β) Μέγα ὁριζόντιον ξύλον ἐν τῷ ἐλαιοτριβείῳ εἰς τὰς ὀπὰς τοῦ ὁποίου στρέφεται τὸ στυράκι Χίος. 6) Μηχάνημα διὰ τοῦ ὁποίου προσαρμόζονται καὶ περισφίγγονται εἰς τὰ βαρέλλια ἀμφότεραι αἱ βάσεις αὐτῶν Κρήτ. 7) Ὁ μοχλὸς παντὸς πιεστηρίου Σῦρ 8) Τὸ ὑποστήριγμα τῶν εἰς τὸν τόρνον προσαγομένων ξύλων ἀποτελούμενον ἐξ ὁριζοντίου ξύλου μετὰ ποδῶν εἰς τὰ δύο ἄκρα Ναύστ. Συνών. γαιˬδουρίτσα. 9) Ὄργανον διὰ τοῦ ὁποίου λεπτύνεται καὶ μεταβάλλεται εἰς σύρμα ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ἄργυρος Ζάκ. 10) Ἄτρακτος ᾿Αμοργ. Σύμ. Συνών. ἀδράχτι 1, ἀργαταριˬὰ 2. 11) Ξύλινον ὑποπόδιον τὸ ὁποῖον προστίθεται ἐπὶ τοῦ ἐλάσματος τοῦ λίσγου (Πρακτ. Γεωργ. 222). 12) Μικρὸς κορμὸς δένδρου πολύκλωνος εἰς τὸν ὁποῖον κατὰ τὸ Πάσχα ἀναρτοῦν ἐν ταῖς οἰκίαις τὰ πασχαλινὰ κουλούρια Χάλκ. 13) Ἄρτος διπυρίτης ἢ κουλούρι ἀπὸ ζύμην ἡ ὁποία ἐφύρθη μὲ ζωμὸν ἀπὸ κουκκιὰ ἤ ρεβίθια Κύπρ. 14) Θηλ. ἀρκατοῦ, ξηρὰ κολοκύνθη χρησιμοποιουμένη ὡς δοχεῖον πρὸς μεταφορὰν ὕδατος Χίος. 15) Πληθ. ἀργάτις, οἱ μεγάλοι λίθοι οἱ ἐπιτιθέμενοι ἐπὶ τῆς στέγης τῶν ἀσβεστοκαμίνων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/