βουβάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουβάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουβάλι τό, βουβάλιν Πόντ. (Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.) βουβάλι σύνηθ. βουάλι Κάρπ. (Ἔλυμπ.) βουβά’ Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ.) κ.ἀ. β’βά’ βόρ. ἰδιώμ. βάλ’ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Οὐλαγ. Σινασσ. Φερτ. Φλογ.) bουβάλι Πελοπν. (Μάν.) b’βά Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.) γουβάλιν Πόντ. (Οἰν.) γουβάλι Πελοπν. (Ἄργ. Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Λάστ. Μεσσ. Ὀλυμπ. Σουδεν. Τρίκκ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν.) γουβάλ’ Καππ. (Φάρασ.) γ’βά’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βουβάλιν, παρ’ ὃ καὶ βουβάλι. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 543 (ἔκδ. GWagner 160) «οὐχὶ νὰ ἔλεγεν ὁ βοῦς καὶ τὸ παχὺν βουβάλιν | ἢ ἄλλο ζῷον φοβερὸν λέγω ἐκ τῶν μεγάλων».

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Τὸ ζῷον βούβαλος σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Οὐλαγ. Σινασσ. Φάρασ. Φερτ. Φλογ.) Πόντ. (Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.): Φρ. Ἔγινε σὰν βουβάλι ἢ ἔγινε βουβάλι (ἐπάχυνε πολὺ) σύνηθ. Τό ’φκε͜ιασι βουβά’ τοὺ τίπουτα (ἐπὶ τοῦ μεγαλοποιήσαντος πρᾶγμα ἀσήμαντον) Βλάστ. || Παροιμ. Ἀπὸ τ’ ἀβγὸ πηγαίνει ’ς τὴν ὄρνιθα κιˬ ἀπὸ τὴν ὄρνιθα ’ς τὸ βουβάλι (ἐπὶ τοῦ προχωροῦντος ἀπὸ μικρὰ εἰς μεγαλύτερα ἐγκλήματα) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2227,345. Ἡ κάργα ψείρ’ζι τοὺ β’βά’ γιˬὰ νὰ γιμίσ’ τὴν κοιλιˬά τ’ς (ἐπὶ τοῦ ποιοῦντος τὰ πάντα πρὸς ἴδιον ὄφελος) Θρᾴκ. (Καλλίπ.) || Γνωμ. Τοὺ βουβάλι κιˬ ἂν ψουφήσῃ, | τοὺ τουμάρι του ἀξίζει Μακεδ. (Βέρ.) || ᾌσμ. Ἂν ἀρτυθῶ, νὰ φάω ἀρνί, κιˬ ἂν κλέψω, νά ’ν’ γουβάλι, κι ἂν πιˬάσω γιˬὰ νὰ παντρευτῶ, νὰ πάρω παλληκάρι Ἀρκαδ. Βρίσκω ἕνα φίδι μὲ φτερά, φίδι μὲ δυˬὸ κεφάλιˬα, μὰ εἶχε τὰ μάτιˬα γουβαλιˬοῦ, τὸ στῆθος σὰ λεˬοντάρι Ὀλυμπ. Ἐζεύγωσαν τὸν Κωσταντῆν μὲ τ’ ἄγρӧν τὸ βουβάλιν νὰ κουβαλήσῃ μάρμαρα ἀπ’ τὸ μαρμαροβούιˬνον Τραπ. β) Βοῦς Ζάκ. Πελοπν. (Μεσσ.) γ) Βομβύκιον μεταξοσκώληκος Πελοπν. (Μάν.) 2) Δέρμα βουβάλου Ἀθῆν. κ.ἀ. Συνών. βουβαλεˬά. Β) Μεταφ. 1) Ὁ μέγας ὡς βούβαλος πολλαχ.: ᾎσμ. ’Νὰς ζευγολάτης ἔσπερνε σὲ χέρισο χωράφι, μὰ εἶχε τ’ ἀλέτριˬα σίδερα, τὰ βόιˬδα του γουβάλιˬα Πελοπν. (Μανιάκ.) 2) Ἄνθρωπος ἀγροῖκος, ἀνόητος, βλὰξ. σύνηθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. πβ. Σαχλ. Στ. 212 (ἔκδ. GWagner σ. 71) «πιστεύει νά ’ναι φρόνιμος καὶ κεῖνος ἔν’ βουβάλι, | τὸν νοῦν του καὶ τὸ πρᾶγμαν του ’ς τὰ ζάρια νὰ βάλῃ». 3) Ἄνθρωπος πολυφάγος Πόντ. (Οἰν.) Πβ. βούβαλος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/