ἀνάκραγμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάκραγμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικὄ
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάκραγμα τό, Λεξ. Βλαστ. ἀνάκραμα Μακεδ. (Κοζ.) ἀνάκρασμα Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,255 ΚΠαλαμ. Ὕμν. ᾿Αθην.2 10
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακράζω.
Σημασιολογία
1) Κραυγἡ Γ’Επαχτίτ. ἔνθ’ἀν. ΚΠαλαμ. ἔνθ’ἀν.-Λεξ. Βλαστ.: Ἕνα ἀνάκρασμα βροντόφωνο πετάχτηκε ἀπὸ τὰ στήθηˬα τους Γ’Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. ǁ Ποίημ. Παίζει γοργά ΄ς τὸ χέρι της τὸ δυνατό κοντάρι, ᾽γροικε͜ιέται σὰν τρομαχτική βροντή τ’ἀνάκρασμά της ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀνακραξιˬὰ. 2) Ἡ δύναμις πρὸς τὸ κράζειν, συνήθως ἐπὶ πτηνῶν Μακεδ. (Κοζ): ’Ανάκραμα νὰ μὴν ἔ’ (ἀρά). Συνεκδ. καὶ ἐπὶ τοῦ διαβόλου αὐτόθ.: ᾿Ανάκραμα νὰ μὴν ἔχ’ κι᾿ νὰ τούν φάῃ οὑ λύκους! (λέγουν τὴν ἀράν, ὅταν ὰναφέρουν τὸν διάβολον). Συνών. ἀνάκραγο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA