βουβὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουβὸ τό, Ἄνδρ. Εὔβ. Θήρ. Κρήτ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Ναύστ. Σκίαθ. Σῦρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1)Ἐνδιάμεσος δοκὸς τῆς στέγης μεγάλη καὶ ἀκατέργαστος Κρήτ. 2) Μακρὰ καὶ παχεῖα ἀκατέργαστος δοκὸς χρήσιμος ἰδίᾳ πρὸς ναυπηγίαν Ἄνδρ. Εὔβ. Θήρ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Ναύστ. Σκίαθ. Σῦρ. κ.ἀ.: Σκίζουμε ἕνα βουβὸ καὶ βγάζουμε πέντε φύλλα Ναύστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA