βουβοπάζαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβοπάζαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουβοπάζαρο τό, Κύθηρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βουβὸς καὶ τοῦ οὐσ. παζάρι.
Σημασιολογία
Ἀγορὰ ὅπου δὲν ἀκούεται οὐδεμία φωνή, μόνον ἐν ἐπῳδ.: Πάω ’ς τὸ βουβοπάζαρο νὰ πάρω βουβοσίδεσο, νὰ δώσω μιˬὰνε τῆς κουφῆς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA