βουβοστομιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβοστομιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουβοστομιάζω Λεξ. Μπριγκ. Μετοχ. βουβοστομιασμένος Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βουβὸς καὶ τοῦ οὐσ. στόμα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἀναγκάζω τινὰ νὰ σιωπήσῃ, φιμώνω. Συνών. βουβαίνω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA