βούγι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούγι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βούγι τό, Πελοπν. (Λεοντάρ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη.
Σημασιολογία
Φωνή, κραυγή: ᾎσμ. Κιˬ ἀπὸ τὰ βούγιˬα τὰ πολλὰ κιˬ ἀπ’ τοὶς πολλὲς κατάρες ἀνοίξαν τ’ ἁγιˬομάρμαρα κ’ ἐβγῆκε ὁ Κωσταντάκης
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA