βούγλωσσος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούγλωσσος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βούγλωσσος ὁ, Κεφαλλ.-Λεξ. Περίδ. μούχλωσσος Κύπρ. μούgλωσσο Καλαβρ. (Μπόβ.) μούχλουζο Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) ἀγόγλωσσος Κρήτ. ἀβγόγλωσσας Κρήτ. βούγλωσσα ἡ, Χίος βόγλωσσα Ἰων. (Κρήν.) βούγλωσσο τό, Χίος βούγλουσσου Θρᾴκ. (Αἶν.) βόγλωσσο Ρόδ. μόγλωσσον Κύπρ. μόγλωσσο Ρόδ. γόγλωσσο Χίος γιˬόγλωσσο Χίος (Καλημ.) ἀγόγλωσσο Κρήτ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βούγλωσσος, παρ’ ὃ καὶ βούγλωσσον.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἰχθὺς γλῶσσα Θρᾴκ. (Αἶν.)-Λεξ. Περίδ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχαία. 2) Τὸ φυτὸν βοιδόγλωσσα 2αβγ, ὃ ἰδ., Ἰων. (Κρήν.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Ρόδ. Χίος (Καλημ. κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA