βουζλαεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουζλαεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουζλαεύω Πόντ. (Σταυρ.)

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη ἐκ τοῦ μορ. βοὺζ δηλωτικοῦ τοῦ ἤχου τῶν ἐντόμων.

Σημασιολογία

Τρέχω ὁρμητικὰ ὡσὰν νὰ πετῶ (ἡ σημ. ἐκ τῆς ὁρμητικῆς πτήσεως τῶν ἐντόμων, ὅτε ἀκριβῶς καὶ βομβοῦν ἰσχυρῶς): Τὰ μελεσσίδ βουζλαεύ’νε (αἱ μέλισσαι πετοῦν βομβοῦσαι). Ἐβουζλάεψεν ’ς σ’ ὀρμίν καικὰ (ἔτρεξεν ὁρμητικὰ κάτω πρὸς τὴν χαράδραν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/