ἀργατολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργατολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργατολογῶ Ἤπ. Κρήτ. Κύθν. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) -Λεξ. Δημητρ. ἀργατολοῶ Κύθν. ἀργατουλουγῶ Ἄνδρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀργατολόγος.
Σημασιολογία
1) Μισθώνω ἐργάτας Λεξ. Δημητρ. 2) ᾽Επιζητῶ νά ἐργασθῶ ἐπὶ μισθῷ παρ᾿ ἄλλῳ ὡς ἐργάτης Ἄνδρ. Κύθν. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.): Παροιμ. Ἡ ἀλεποῦ ᾽χεν ἀργατε͜ιά κ’ ἐκείνη ἀργατολόγα (ἐνῷ δηλ. ὤφειλε νὰ φροντίζῃ περὶ τῶν ἰδίων ἐργατῶν ἐπροσπάθει νὰ εὕρῃ αὐτὴ ἐργασίαν παρ᾿ ἄλλῳ. Ἐπὶ τοῦ παραμελοῦντος τὴν ἐργασίαν του καὶ ἀσχολουμένου εἰς ἄσκοπα πράγματα) Πελοπν. Ἀλιποῦ ἀργάτις εἶχι κιˬ ἀλλοῦ ἀργατουλόγαϊ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἄνδρ. β) ’Εργάζομαι ὡς ἐργάτης ἐπὶ μισθῶ Κρήτ. κ.ἀ.: ᾿Αργατολόγουνα πέρα ’πῶδε (ἐδῶ κ’ ἐκεῖ) Κρήτ. γ) Ἐργάζομαι ὁμοῦ μετ᾽ ἄλλων ἀμισθὶ πρὸς συντέλεσιν ἔργου ὑπέρ τινος Πελοπν. (Λάκων. κ.ἀ.) 3) ᾽Εργάζομαι μετὰ ὀκνηρίας καὶ βραδύτητος Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA