βούζουνας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούζουνας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βούζουνας ὁ, βύζουνας Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βούζουνας πολλαχ. βούσουνας Εὔβ. (Κάρυστ. Κουρούν.) Πάρ. ζούζουνας Θεσσ. γούζουνας Πελοπν. (Μάν.) βουζούνα ἡ, Καππ. (Σινασσ.)

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ οὐσ. βουζούνι, παρ’ ὃ καὶ βυζοὺνι διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ας. Ἰδ. καὶ ΜΣτεφανίδ. Ὁρολογ. Δημώδ. 1 (1941) 17-18. Τὸ ζούζουνας κατὰ προληπτικὴν ἀφομοίωσιν. Τύπος θηλυκοῦ βουζούνη μαρτυρεῖται ὡς μεσν. ἐν Ἀκολουθ. Σπανοῦ (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth. 2. 42).

Σημασιολογία

1) Ἐξάνθημα πυῶδες τοῦ δέρματος, δοθιὴν πολλαχ. Συνών. βουζούνι, βούζουνος, καλόγερος, σπυρί. β) Μετων. ἄνθρωπος παράσιτος Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.): Μᾶς κόλλησε αὐτὸς ὁ βύζουνας. 2) Συρίγγιον Μακεδ. (Σισάν.) 3) Ἐξοίδημα τοῦ σώματος προερχόμενον ἀπὸ κτύπημα Πελοπν. (Μάν.): Μ’ ἐβάρεσε ’ς τὸ σταυρὶ κ’ ἔκαμε ἕνα γούζουνα (σταυρὶ=μέτωπο). Συνών. βουζούνι 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/