βουητερὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουητερὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
βουητερὰ ἐπίρρ. βοηχτερὰ ΝΣαντοριν. Ἀγγελοκρούστ. 16.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *βουητερὸς<βουητὸς, παρ’ ὃ καὶ βοηχτὸς.
Σημασιολογία
Γοερῶς: Βοήθεια! στρίγγησε ξακολουθῶντας βοηχτερὰ ἡ καπετάνισσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA