ἀνάλαιμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάλαιμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνάλαιμα ἐπίρρ. σύνηθ. καὶ Ποντ (Κερασ) ἀνάλιμα βόρ. ἰδιώμ. ἀνάγλιμα Κάρπ. ἀνέγλιμα Κάρπ. ἀνάμαιλα Νάξ. (᾿Απύρανθ.) ἀνέμαιλα Σεριφ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάλαιμος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Φωσκὸλ. Φορτουν. ἰντερμ. Β στ.169 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «πρικύ νὰ σὄβγῃ, ἀνάλαιμα, σκληρὸ κι ἀσβολωμένο».
Σημασιολογία
1) Ἄνω πρὸς τὸν λαιμόν, πρὸς τὸν φάρυγγα, ἐπὶ τοῦ ἐμοῦντος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Τοῦ ’ρθε τὸ φαεῖ ἀνάλαιμα (ἔκαμε ἐμετὸν) Ἤπ. Νὰ σοῦ βγῇ ἀνάλαιμα τὸ ψωμὶ ποῦ μὄφαγες.͵ (ἀρὰ) Ἤπ. ǁ Φρ. Μοῦ βγαίνει-μοῦ βγῆκε-μοῦ πῆγε-μοῦ ἦρθε -μοῦ τὸ’βγαλε ἀνάλαιμα τὸ φαεῖ (ὅταν τις τρώγων στενοχωρῆται ἢ αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν ἢ ὑπὸ ἄλλου καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ εὐχαριστηθῇ). Συνών. φρ. μοῦ το’ βγαλε ἀπὸ τὴ μύτι-μοῦ ἦρθε ἀπὸ τὴ μύτι-μοῦ τό ’βγαλε ξινὸ τὸ φαεῖ) σύνηθ. Κατ᾽ ἐπέκτασιν ἡ φρ. λέγεται καὶ εἰς ἄλλας περιστάσεις, καθ’ ἃς εὐχάριστόν τι πρᾶγμα ἀκολουθεῖται ὑπὸ δυσαρέστου: Τοῦ ’βγαν τὰ γέλιˬα ἀνάγλιμα Κάρπ. ᾿Ανέγλιμα τοῦ ᾿βγεν ἡ χαρὰ αὐτόθ. Ἦβγεν ἀνάμαιλα τὸ γλέντι ᾿Απύρανθ. Ὅ,τι καλὸ κάμω βγαίνει ἀνάμαιλα αὐτόθ. ᾿Ανέμαιλά dου ἤβγητσε ἡ γυναῖκα Σεριφ. Μοῦ βγῆκε ἀνάλαιμα (ὅ,τι ἐνόμιζα καλὸν μοῦ ἀπέβη κακὸν) Ἤπ. Θὰ σοῦ τὸ βγάλω ἀνάλαιμα! (δι’ ὅ,τι μοῦ ἀφῄρεσες θὰ σὲ ἐκδικηθῶ!) Κρήτ. 2) Μὲ τὸν λαιμὸν πρὸς τὰ ἄνω, ἀνεστραμμένον Σάμ.: Τοὺν ἔσφαξι ἀνάλιμα. Θὰ σὶ γδάρου ἀνάλιμα! (ἀπειλή).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA