ἀφρὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφρὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀφρὸς ό, κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀφρὲς Σκῦρ. ἀφρὲ Τσακων. ἀβρὸς Κύπρ. ἀφὸς Ρόδ. Πληθ. ἀφριˬὰ τά, ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 28.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀφρός.
Σημασιολογία
1) Τὸ σύνολον πολλῶν λεπτῶν φυσαλίδων αἱ ὁποῖαι σχηματίζονται ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας ὑγροῦ ἐν ζυμώσει εὑρισκομένου ἢ βράζοντος ἢ ἀναταρασσομένου κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ὁ ἀφρὸς τοῦ κρασιˬοῦ - τοῦ μούστου -τῆς μπίρρας κττ. Ὁ ἀφρὸς τοῦ γαλάτου - τοῦ φαγητοῦ κττ. Ὁ ἀφρὸς τοῦ ἀβγολέμονου - τοῦ ἀβγοῦ - τῆς θάλασσας κττ. Βγάζω – κάνω - πετάω ἀφρὸ κοιν. || Μεταφ. φρ. ἐπὶ πράγματος ἐλαφροῦ: Δὲ βαρένει διˬόλου, εἶναι ἀφρὸς κοιν. Ἐπὶ πράγματος εὐθρύπτου, ἰδίως δὲ ἐδωδίμων: Κουραμπιˬὲς – παξιμάδι - ψωμὶ σὰν ἀφρὸς ἢ ἁπλῶς ἀφρὸς κοιν. Ἐπὶ σωματικῆς εὐσαρκίας καὶ ἀβρότητος: Κορίτσι σὰν ἀφρὸς ἢ ἁπλῶς κορίτσι ἀφρὸς κοιν. Ἐπὶ ματαιοπονίας: Ἀφρός! Σύμ. || ᾎσμ. Ὅσο ψηλὰ κιˬ ἂ σηκωθῇ, θάλασσα, ὁ ἀφρός σου, δὲ μοῦ τὴ σβήνει τὴ φωθιˬὰ ὁποὺ μὲ καίει ὀbρός σου Κρήτ. β) Μεταφ. τὸ πλέον ἐκλεκτόν, τὸ ἐξαίρετον μέρος παντὸς πράγματος κοιν.: Διˬάλεξε καὶ πῆρε τὸν ἀφρὸ κοιν. || ᾎσμ. Ξύπνα, διˬαμάντι καὶ ρουμπὶ κιˬ ἀφρὲ τοῦ μαλαμάτου κ᾿ ἔχω δυˬὸ λόγιˬα νὰ σοῦ πῶ τοῦ παραπονεμάτου Κάρπ. Διˬαμάντι καὶ ρουμπίν’ εἶσαι κιˬ ἀφὸς τοῦ μαλαμάτου κ’ ἔχω δυˬὸ λόγιˬα νὰ σοῦ πῶ τοῦ παραπονεμάτου Ρόδ. Συνών. ἀφρόκρεμα Β 1. γ) Ἀφρώδης σίελος κοιν.: || Φρ. Βγάζει ἀφροὺς ἀπὸ τὸ θυμό του ἢ ἁπλῶς βγάζει ἀφροὺς (ἐπὶ τοῦ ἐκδηλοῦντος μεγίστην ὀργήν). 2) Ἡ ἐπιφάνεια ὑγρῶν, ἰδίως δὲ τῆς θαλάσσης κοιν.: Ψάριˬα τοῦ ἀφροῦ (τὰ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης πλέοντα ψάρια, τὰ ἀφρόψαρα). Παραγάδι τοῦ ἀφροῦ (τὸ δι’ οὗ ἀλιεύονται τὰ ἀφρόψαρα) πολλαχ. || Φρ. Βγαίνω ᾽ς τὸν ἀφρὸ (ἀπαλλάσσομαι πάσης κατηγορίας) κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA