βουκεντρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουκεντρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουκεντρίζω ἀμάρτ. βουκεdρίζω Θήρ. φ’κεντρίζω Ἤπ. (Πρέβ.) φ’κεdρίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) βουκεντρῶ ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 30 φ’κιντρῶ Θρᾴκ. (Ἀλμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουκέντρι ἢ βούκεντρο.
Σημασιολογία
Νύσσω διὰ τοῦ βουκέντρου ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Μηλεˬὰ μηλεˬὰ τ’ ἀλέτρι σου, τριανταφυλλεˬὰ ὁ ζυγός σου κὶ τοῦ φ’κιντρὶ οὑποὺ φ’κιντρεῖ τριανταφυλλεˬᾶς κλουνάρι Ἀλμ.-Ποίημ. Ἀργὰ τὰ βόιδα του ὁ ζευγᾶς ζεγμένα ἐκεῖ ’ς τ’ ἀλέτρι τὰ βουκεντράει ξοπίσωθε κιˬ ἀράθυμα σαλεύουν ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βουκεντρώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA