γελαρὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελαρὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γελαρὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. γιλαρὸς Θρᾴκ. (Μαρών.) γελαρὸ Ἀπουλ. gελαρὸ Ἀπουλ.

Χρονολόγηση

Βυζαντινό

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. ἐπίθ. γελαρός.

Σημασιολογία

Γελαστός, χαρούμενος ἔνθ’ ἀν.: Γιλαρὸς ἄθρουπους Μαρών. Συνών. γελασιˬάρης, γελασούδης, γελασούνης, γελαστός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/