ἄργημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄργημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄργημα τό, Ἤπ. Σίφν. κ.ἀ. ἄρκημαν Κύπρ. ἄργισμαν Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀργῶ, παρ' ὃ καὶ ἀργίζω. Τὸ ἄργισμαν καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,448 (ἔκδ. RDawkins) «μέσα εἰς τοῦτες τὲς ταραχὲς καὶ τὰ ἀργίσματα. . . κἀνεὶς δὲν ἐστράφη νὰ πά’ πρὸς τὴν Ρόδον».
Σημασιολογία
Ἀργοπορία, βραδύτης ἔνθ’ ἀν.: Δυὸ ὧρες περιμένω, δὲ ἄργημα ποῦ τὸ κάνει! Σίφν. Ἔ θέλει ἄργημα ἡ δουλε͜ιὰ αὐτόθ. Ἅρκημαν ποῦ τὸ ’καμες, κόρη, ’ς τὸν λάκ-κον! Κύπρ. || ᾎσμ. Συμπεθέροι τιμημένοι, | τ᾽ εἶν’ αὐτὸ τὸ ἄργημά σας; (γαμήλιον) Ἤπ. Συνών. ἄργεμα 1, ἀργημάρα, ἀργημός, ἄργητα 1, ἀργητὸ (ἰδ. ἀργητὸς Β2), ἀργοκίνημα, ἀργοκόψιμον, ἀργομάρα, ἀργοπόρημα, ἀργοπορία, ἀργώρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA