γελασιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γελασιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γελασιˬὰ ἡ, Κρήτ. (Σέλιν.) Πελοπν. (Κλειτορ. Μεσσ.) γελασία Ζάκ. γελατζία Κύθηρ. Πελοπν. (Γέρμ. Κίτ. Μάν.) γελασὰ Σκῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γελῶ διὰ τοῦ ἀορ.
Σημασιολογία
Ἡ ἀπάτη ἔνθ’ ἀν.: Τὸν ἐπάdρεψε-τὸν ἐκατάφερε μὲ γελατζία Κίτ. Τήρα τί γελασιˬὰ τοῦ ’καμε Μεσσ. Μοῦ τὰ πῆρε μὲ γελατζία Γέρμ. Ἔδες γελασὰ ὁ ’μορφοκολλήγας; μ’ ἄφ’σε φέτι τὰ χωράφιˬα χέρσα Σκῦρ. Καταλάβανε πὼς κάπο͜ια γελατζία θὰ γίνεται, καὶ γιˬὰ ν’ ἀνακαλύψουνε, δὲν ἀφήσανε κἀνένα μοναχὸ νὰ πά’ νὰ dόνε βρῇ Κύθηρ. Τότενες ἔσπρωχνε ἡ νύφη τοῦ μικροῦ τὸ κεφάλι μὲ γελασιˬὰ καὶ τοῦ ’χωνε τὴ μούρη του μέσα ’ς τὴν κορίτα Κλειτορ. Συνών. ἀπογνωσιˬά 3, γέλασμα 3, ξεγέλασμα, πλάνεμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA