γελαστέας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γελαστέας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γελαστέας ὁ, Πόντ. (Οἰν.) γελαχτέας Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γελαστὴς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -έας. Ὁ τύπ. γελαχτέας διὰ τοῦ *γελαχτὴς ἐκ τοῦ ἀορ. ἐγέλαξα τοῦ ρ. γελάζω, δι’ ὃ ἰδ. γελῶ.
Σημασιολογία
Ὁ ἀπατῶν, ὁ περιγελῶν: Πολλὰ γελαχτέας ἔν’ ἀτός! (αὐτὸς λέγει πολλὰ ψέματα, ἐξαπατῶν τοὺς ἄλλους). Συνών. ἀναγελαστὴς 1, γελαστὴς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA