ἀφροσυρμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφροσυρμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀφροσυρμὸς ὁ, ΑΜαμμέλ. Θαλασσιν. 34.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφρὸς καὶ τοῦ ρ. σέρνω.

Σημασιολογία

Συρροὴ ἀφρωδῶν κυμάτων ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Καὶ καρφωμένος ξαγρυπνᾷ ᾿ς τὴν ἔρημη ἀμμουδιˬὰ ὥς νὰ τοῦ γίνῃ ὁ ἀφροσυρμὸς τῆς ἀναρρέσας μνῆμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/