γέλαστρον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γέλαστρον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γέλαστρον τό, Χ.Παλαίσ., Τὸ παράπ. τοῦ τσυροῦ, 7.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γελῶ.
Σημασιολογία
Καταγέλαστος, γελοῖος: Ποίημ. ’Éν ἐπετάσ-σαμεν π-παρᾶν | ταὶ νὰ μᾶς κάμνῃ μασκαρᾶν | γέλαστρον ἡ Εὐρώπη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA