γελέκα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελέκα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γελέκα ἡ, Κρήτ. Πελοπν. (Κυνουρ.) γιλέκα Στερελλ. (Αἰτωλ.) γιλιˬέκα Μακεδ. (Καστορ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γελέκι, κατὰ τύπ. μεγεθ.

Σημασιολογία

1)Ἀνδρικὸν γελέκιον μεγαλύτερον τοῦ κανονικοῦ διὰ τὸν φέροντα αὐτὸ Κρήτ.: ᾎσμ. Μιˬὰ bιθαμὴ τὸ bόι σου καὶ δέκα ἡ γελέκα, γιˬὰ γιˬάε παλιοπούστακο καὶ θέλει καὶ γυναῖκα (γιˬὰ γιˬάε=γιὰ ἰδές). 2) ᾽Εξωτερικὸς μάλλινος βραχὺς καὶ ἀχειρίδωτος ἐπενδύτης τῶν γυναικῶν μετὰ ἢ ἄνευ κεντημάτων Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (Κυνουρ.): Μιˬὰ γελέκα ξεμαργέλωτη (ἐπενδύτης ἄκομψος) Κυνουρ. 3) Λευκοῦ χρώματος πρόβατον μὲ μελανὴν κηλῖδα ἐπὶ τῆς ὠμοπλάτης Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/