γελεκάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γελεκάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γελεκάκι τό, κοιν. γιικά’ Στερελλ. γελεκάτι Κῶς ’ιλεκάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γελέκι διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
1) Βραχὺς ἀχειρίδωτος ἐπενδύτης, φερόμενος ὡς ἐσωτερικὸν ἢ ἐξωτερικὸν ἔνδυμα ὑπὸ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ἔχων ἐνίοτε καὶ κεντήματα κοιν.: Μόδα εἶναι τώρα αὐτὰ τὰ γελεκάκιˬα ποὺ φοροῦνε οἱ γυναῖκες. Μοντέρνο γελεκάκι κοιν. Φορεῖ ἡ Δτιˬασουνοῦ ἕναγ-γελεκάτιμ bολ-λὺν ὄμορφο Κῶς || ᾌσμ. Δῶσ’ μου τὸ γελεκάκισ-σου, τὸ καθημ-μερινόσ-σου Ρόδ. Πῶς ἦρθε d̕ ἀδερφάκι μου κ’ ἦτο ξεσπαθωμένο κ’ ἦτο dὸ ’ιλεκάκι dου ’ς τὸ αἷμα βουτημένο! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 2) Παιδιά, καθ᾿ ἣν οἱ παίζοντες διαιροῦνται εἰς δύο ἰσαρίθμους ὁμάδας, ὁ δὲ ἀρχηγός τῆς μὴ εὐνοηθείσης ὑπὸ τοῦ λαχνοῦ κύπτει, ἵνα ἀνέλθῃ ἐπ’ αὐτοῦ ἱππαστὶ ὁ τῆς ἑτέρας. Εἰς τοῦτον ρίπτεται ἀπὸ ἀποστάσεως γελεκάκι περιεστραμμένον ἢ μανδήλιον δεδεμένον εἰς κόμβον. Ἂν οὗτος ἤ τις τῶν τῆς ὁμάδος του συλλάβῃ τοῦτο, πάντες οἱ τῆς ἑτέρας ὁμάδος ὀφείλουν νὰ φέρουν ἱππαστὶ τοὺς ἀνταγωνιστὰς μέχρις ὡρισμένου σημείου. Ἀντιθέτως, ἂν τὸ ριφθὲν συλληφθῇ ὑπό τινος τῆς ἀντιθέτου ὁμάδος, ἡ ὁμὰς τούτου νικᾷ καὶ οἱ παῖκταί της μεταφέρονται ἱππαστὶ ὑπὸ τῶν ἀντιπάλων εἰς τὴν ὁρισθεῖσαν ἀπόστασιν Πελοπν. (Γορτυν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA