ἀνάλατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάλατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάλατος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ (Κερασ. Τραπ.) ἀνάλατους βόρ. ἰδιώμ. ἀνάλατα Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (᾿Ανακ.) ἀνάλατες Σκῦρ. ἀνέλατος Μέγαρ. ἀλάνατο Καππ. (Ἀνακ. ᾿Αραβάν.) Θηλ ἀναλατῖνα ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 82,254.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνάλατος.
Σημασιολογία
Α) ᾿Επιθετικ. 2) Ὁ μὴ ἔχων ἅλας, ὁ μὴ ἠρτυμένος δι’ ἅλατος κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (’Ανακ. ᾿Αραβάν.): ᾿Ανάλατο φαγεῖ-ψωμὶ κττ. ᾿Ανάλατη σαλάτα-σούππα κττ. κοιν. ǁ Φρ. Ἄνοστη κιˬ ἀνάλατη καὶ κακομαγειρεμένη (ἐπὶ ἀχρήστου καθ᾿ ὅλα γυναικὸς) ’Αθῆν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πρόδρομ. 3,207g «ἄσπαστρον, σαχλόν, ἀνάλατον, βρομιάριν». Συνών. ἀναλάτιστος 1, ἀνάλιστος, ἄναλος. β) Μεταφ. ὁ μὴ ἔχων χάριν καὶ ἡδύτητα, ἄχαρις, ἄκομψος, ἐπὶ προσώπων, λόγων καὶ πράξεων κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): ’Ανάλατος ἄνθρωπος. Ἀνάλατη γυναῖκα. ᾿Αστεία-γέλιˬα-καμώματα-λόγιˬα ἀνάλατα. Κουβέντες ἀνάλατες. Ὃλα του εἶν᾽ ἀνάλατα κοιν. Ἄνοστα κιˬ ἀνάλατα εἶν᾽ τὰ λόγιˬα σ᾿ Κερασ. ǁ Παροιμ. Ὁ ἀνάλατος ἐσιˬάχτηκε κιˬ ὁ ἆρμυρὀς ἐδάρτηκε (προτιμοτέρα εἴναι ἡ σιωπὴ ἂν καὶ ὑπολαμβάνεται ὡς ἔνδειξις ἀφυΐας παρὰ ἡ ἀπρεπὴς ἐπίδειξις εὐφυΐας) Ψαρ. Ἔσμιξεν ὁ ἀνάλατος μὲ τὴν ἀναλατῖνα κ᾽ ἔκαμε δυˬὸ παιδιˬὰ ἀνάλατα κ᾽ ἐκεῖνα ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ ἀν. Συνών ἄβρωτος 3, ἄγαρbος 2, ἄναλος, ἄνοστος, γλυκανάλατος, κρυανάλατος, κρύος, σαχλός. Πβ. ἄβραστος Β 3, ἀλαφρανάλατος 2, ἀνοστόπλαστος. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τὑπ. Ἀνάλατους καὶ ὡς παρωνύμ. Στερελλ.(Ἀκαρναν.) 2) Ἐκεῖνος ἐπὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἔχει ἐπιπασθῇ ἅλας Σύμ. κ.ἀ.: ᾿Ανάλατο δέρμα (ὅρ. βυρσοδεψικὸς) ἐνιαχ. Ἀνάλατο ’μόλυκε dὸ παιδὶν ἡ μαμμοῦ (μαμμὴ) Σύμ.ǁΦρ. ’Αλᾴδωτος κιˬ ἀνάλατα; (ἐπὶ Ισραηλίτου) ἀγν. τόπ Συνών. ἀναλάτιστος 1 β. 3) Ἐνεργ. ὁ μὴ τρώγων ἢ ὁ μὴ φαγὼν ἅλας Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἅμα παθαί’ ἀποὺ βλουιˬά οὗ ἀθρουπους πρέπ' νὰ μέ᾿ ἀνάλατους (νὰ ἀπέχῃ ἀπὸ ἀλατισμένα φαγητὰ). Τὰ πρόβατα ἔνι ἀνάλατα. Συνών. ἀναλάτιστος 2. Β) Οὐσ 1) ’Αρσ. θηλ. καὶ οὐδ. τὸ ἐδώδιμον φυτὸν νωτόβασις ἡ Συριακὴ (notobasis Syriaca), τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae), τὸ ὁποῖον νομίζεται ὅτι δὲν τὸ πιάνει εὐκόλως τὸ ἄλας Ἴμβρ. Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Κύθν. Μέγαρ. Πελοπν. (Λάκων): Πάμε νά μαζώξουμε ἀνελάτους Μεγαρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀνάλατος Ἀθῆν. Ἀνάλατη Κρήτ. (Βιάνν.) Συνών ἀγριάγκαθο 1α, γαϊδουράγκαθο, γομαράγκαθο, κουφάγκαθο, ἀλειμματούδι. 2) Τὸ φυτὸν κέντρανθος ὁ ἐρυθρὸς (centranthus ruber) τῆς τάξεως τῶν ναρδωδῶν (valerianaceae) ΠΓεννάδ. 491. Συνών. βαλεριˬάνα. 3) Θηλ. ἀνάλατη, νωπὴ καὶ ἀνάλατος μυζἠθρα Κύπρ. 4) Οὐδ. ἀνάλατα, νωπὸν βούτυρον ἄνευ ἅλατος Πελοπν. (Φεν. κ. ἀ.) Συνών. βούτυρο Ἀναλήψεως (ἰδ. ᾿Ανάληψι). β) Χοιρινὸν λίπος, τὸ ὁποῖον ἀνάλατον χρησιμοποιεῖται ὡς ἀλοιφὴ φαρμακευτικὴ ἐν τῇ λαϊκῇ ἰατρικῇ Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Λευκ. -ΑΒαλαωρ. ᾿'Εργα 3,366-Λεξ. Βλαστ 277: Τ᾽ ἀνάλατο μὲ γλύκανε Αβαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA