γελέκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελέκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γελέκι τό, γελέκιν Πόντ. (Τραπ.) γελέκ-κιν Κύπρ. γελέκι σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) γελέκι Ἤπ. (Παλάσ.) Μύκ. γελέ’ Θρᾴκ. (Σαμακόβ.) Τῆν. γελέτσι Κορσ. Πελοπν. (Κάμπος Λάκων. Μάν.) Χίος γελέτι Κῶς γελέτ’ Πόντ. (Ὄφ.) ’ελέτσι Κάρπ. γιλέκι Ἤπ. Κῶς Λέρ. Νάξ. (Τσικαλαρ.) Πελοπν. (Βαλτεσιν. Γαργαλ.)-Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. γιλέ’ Ἁλόνν. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. Λέσβ. Μακεδ. (Βόιον Κοζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Φθιῶτ.) γιλέτσι Ἀστυπ. Ἴος Σίκιν. γιλέτσ’ Ἄνδρ. (Κόρθ.) Τένεδ. ’ιλέκι Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. Κωμιακ.) ’ιλέκι Μακεδ. (Βλάστ.) ’ιλέ’ Μακεδ. (Γκιουβ.) γελέκο κοιν. γιλέκου Θεσσ. (Δομοκ.) Στερελλ. (Ἀχυρ. Χρισ.) Τῆν. (Ἰστέρν.) γελέκ-κο Κύπρ. γελέκ-κον Κύπρ. (Μένοικ.) ζελέκο Φολέγ. κελέγο Πελοπν. (Στεμν.) ’ελέκο Κάλυμν. ’ιλέκου Μακεδ. (Βογατσ.) γελέκος ὁ, Κρήτ. γιλέκος Νάξ. (Γαλανᾶδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yelek=βραχὺς ἀχειρίδωτος ἐπενδὺτης. Ὁ τύπ. γιλέκι καὶ παρὰ Σομ. Ὁ τύπ. γελέκο καὶ ἐν ἐγγράφῳ τοῦ 1674 ἐκ Παξῶν, ἰδ. Γ.Πετροπ., Νοταρ. πράξ. Παξῶν, 82, 4 «ἕνα γελέκο μεταξένιο».

Σημασιολογία

1) Βραχὺς τῶν χωρικῶν ἐπενδύτης ἄνευ χειρίδων, ὁ ὁποῖος περιβάλλει τὰ νῶτα μέχρι τῆς ὀσφύος, διασταυροῦται δὲ εἰς τὸ στῆθος καὶ κοσμεῖται ἐνίοτε διὰ κεντημάτων σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.): Παράgειλα ’ς τὸ gουbάρο τὸ Βλαχοθανάση, σὰ gατέβῃ, νὰ σοῦ φέρῃ ἕνα ζευγάρι γελέκιˬα γιὰ νὰ φορῇς τὸ χειμῶνα Πελοπν. (Κορών.) Τὸν παλιˬὸ καιρὸ εἴχανε ἕνα τσαπράκι ’ς τὸ γελέκι τους οἱ γυναῖκες καὶ ἔπιˬανε καὶ μέσα φαινότανε τὸ ὡραῖο κεντητὸ πουκάμισο (τσαπράκι=μικρὰ πόρπη, κοινῶς κόπιτσα) Πελοπν. (Κυνουρ.) Ἐπεκουμπτσα τὸ γελέτ’ μ’ (ἐξεκούμπωσα τὸ γελέκι μου) Ὄφ. Σαγακένιˬο γελέκο (μάλλινον γελέκι τῶν ἀνδρῶν) Πελοπν. (Οἴτυλ.) || Φρ. Τοῦ κόβω τὸ ’ιλέκι (τοῦ ἀρνοῦμαί τι κατηγορηματικῶς) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Κομμένο τὸ ’ιλέκι (ἐπὶ εἰλημμένης ἀποφάσεως) αὐτόθ.-Γ.Ξενόπ., Ἀφροδ., 68, Ἡ τιμὴ τοῦ ἀδελφ. 2, 101. Τέσσερα καὶ τέσσερα, κομμένο τὸ ’ιλέκι (εἶναι τετελεσμένον τὸ γεγονὸς καὶ δὲν χωρεῖ συζήτησις) Νάξ. (Κωμιακ.) Τοῦ κόβου ἕνα γιλέκου (τὸν δέρνω) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Τό ’κοψε γελέκι (ἔφυγε ταχέως. Συνών φρ. ἔγινε λαγὸς-καπνός, τό ’κοψε λάσπη.) Ἡμερολ. Μεγάλ. Ἑλλάδ. 1927, 235. ’Σ τὸ γελέκι (νοεῖται εἶναι=εἶναι ἕτοιμος) αὐτόθ. Τοῦ κόβω γελέκι (τὸν κατηγορῶ) Λεξ. Δημητρ. Βγαίνω ἀπὸ ’ιλεκιˬοῦ ὄξω (ἐξέρχομαι φορῶν μόνον τὸ γελέκι) Νάξ. (Ἀπύρανθ.). Τὸν dύνω ἀπὸ ’ιλεκιˬοῦ (τὸν ἐνδύω, οἱονεὶ γυμνὸν ὄντα) αὐτόθ. || Παροιμ. φρ. Σὰν ὁ Τοῦρκος τὸ γελέκι (ἐπὶ ἀπειροκάλων καὶ ρυπαρῶς ἐνδεδυμένων) Ι.Βενιζέλ., Παροιμ2., 269, 26. Παροιμ. Τοὺ ’λέ’ ἂς γυˬαλίζ’ | τσ’ ἡ τσοιλιˬὰ ἂς γουργουλίζ’ (ἐπὶ τῶν ἐνδεῶν, τῶν ἐνδιαφερομένων διὰ τὴν πολυτελῆ ἐμφάνισιν εἰς βάρος τῆς συντηρήσεώς των) Λέσβ. || ᾌσμ. Νά ’μουν εἰς τὸ γελέκισ-σου κουμbὶν ἀσημωμένο, μανdήλι Τσιλανιˬώτικο ’ς τὴ τσέπησ-σου βαρμένο Μεγίστ. Βάρτε της τὸ ἐσλίκιν dης τὸ στενομανικᾶτον ταὶ τὸ χρουσὸγ-γελέτιν dης τὸ ὀμορφοστηθᾶτον (ἐσλίκιν=βραχὺς γυναικεῖος χειριδωτὸς ἐπενδύτης) Κῶς. Ὅλη μέρα σκάφτανε | τσαὶ τὴ νύχτα ράφτανε τ’ ἀφεdικοῦ ποκάμισο | τσαὶ τῆς τσυρᾶς γελέτσι Πελοπν. (Μάν.) Ἀπόξω ἀπ’ τὸ πουκάμισο ἐβάλταν dὸ γιλέτσι τὸ βελουδένιˬο μὲ κουμbζὰ μbλεγμένα ἀπὸ μbρισίμι Ἀστυπ.–Ποίημ. Τρεῖς μήνους ἦταν ἄρρωστος, τρεῖς μήνους κοιτασμένος. Σάπηκαν τὰ γελέκιˬα του, ἔρρεψε ἡ λεβεντιˬά του Κ.Κρυστάλλ.,Ἔργα 2, 46. 2) Βραχὺς πεποικιλμένος διὰ κεντημάτων ἐπενδύτης πορπούμενος εἰς τὸ στῆθος, φέρων ὄπισθεν ἀπὸ τῆς θέσεως τῶν ὤμων κρεμαμένας χάριν κόσμου χειρῖδας καὶ ἀποτελῶν ἐξάρτημα τῆς ἐθνικῆς ἐνδυμασίας κοιν. 3) Βραχὺ ἀχειρίδωτον ἱμάτιον τῆς κοινῆς ἐνδυμασίας, φερόμενον ἀμέσως ὑπὲρ τὸ ὑποκάμισον καὶ φέρον συνήθως τρία ἢ τέσσαρα θυλάκια κοιν.: Φορεῖ σακκάκι χωρὶς γελέκο. Θὰ ράψῃς τὸ κουστούμι μὲ γελέκο ἤ χωρὶς γελέκο; κοιν. Ἦρθι τοὺ π’δὶ, φόραγι κό’νου γιλέ’ Ἁλόνν. Ἀπὸ τὰ γουναρικὰ φτε͜ιάναμε γελέκιˬα γιὰ τοὺς κυνηγοὺς Ἀθῆν. Φόρα τὸ γιλέκι σου, μὴ bουdιˬάσῃς Πελοπν. (Γαργαλ.) 4) Ἀνδρικὸς ἐπενδύτης ἐξ ὑφάσματος εὐτελοῦς ποιότητος Σίκιν. 5) Γυναικεῖον βραχὺ χειριδωτὸν ἔνδυμα Κῶς. 6)Μέλαν ἐξωτερικὸν μάλλινον φόρεμα ἄνευ χειρίδων, διῆκον μέχρι τῶν γονάτων Πελοπν. (Οἰν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/