ἀφρουδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφρουδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφρουδάκι τὸ, ΚΠαρορ. Στὸ ἄλμπουρ. 45.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. ἀφρούδι < ἀφρός.
Σημασιολογία
Ὀλίγος ἀφρός: Εἶχε μπροστά του ... τὴ θάλασσα ποῦ ἁπλωνότανε ἀτελείωτη, γαλάζιˬα, μὲ κἄτι ἄσπρα ἀφρουδάκιˬα ποῦ μο͜ιάζανε σὰ σαπουνάδες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA