γελλοπατε͜ιέμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελλοπατε͜ιέμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γελλοπατε͜ιέμαι ἀμάρτ. ’λλουπατε͜ιέμι Ἴμβρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. Γελλοῦ καὶ τοῦ ρ. πατε͜ιέμαι, δι’ ὃ ἰδ. πατῶ.

Σημασιολογία

Ὑφίσταμαι τὴν ἐπιβλαβῆ ἐπήρειαν τῆς Γελλοῦς, τῶν δαιμονικῶν πνευμάτων: Ἡ καμέʼ ’λλουπατήθ’κι κὶ δὲ bουρεῖ νὰ γί’ καλά. Εἶνι ’λλουπατ’μένους κὶ δὲ dοὺ bιˬάν’ τὰ γιˬατρικά. Συνών. νεραιˬδοπαίρνομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/