γελοιογραφία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γελοιογραφία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γελοιογραφία ἡ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γελοιογράφος.
Σημασιολογία
1) Πλαστικὴ ἢ ζωγραφικὴ παράστασις προσώπων ἢ πραγμάτων κατὰ τρόπον παραμορφοῦντα κωμικῶς ταῦτα λόγ. κοιν.: Κάθε μέρα ἡ ἐφημερίδα ἔχει καὶ ἀπὸ μιˬὰ γελοιογραφία Ἀθῆν. Μία σατιρικὴ ἐφημερίδα δημοσίεψε γελοιογραφία Ρωμιˬοῦ Ι.Δραγούμ., Ὅσοι ζωντ.2, 130. 2) Χαρακτηρισμὸς ἀτυχοῦς εἰκόνος ἢ ζωγραφίας ἢ καὶ δυσειδοῦς προσώπου, οὗτινος ἡ ἐμφάνισις προκαλεῖ κωμικὴν ἐντύπωσιν λόγ. κοιν.: Ἔτσι ποὺ εἶναι ντυμένος, εἶναι σωστὴ γελοιογραφία λόγ. κοιν. Γελοιογραφία εἶναι ἡ γυναῖκα του Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA