ἀφροχουχλάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφροχουχλάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφροχουχλάζω ΔΣάρρου Εὐριπ. Ἱππόλ. μετάφρ. 1212.

Ετυμολογία

Κατὰ σύμφυρ. τῶν ρ. ἀφρίζω καὶ χουχλάζω. δι’ ὃ ἰδ. χοχλάζω.

Σημασιολογία

Ἀφρίζω κοχλάζων: Φούσκωσε κιˬ ὁλόγυρα ἀφροχούχλαζε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/