ἀφρόψαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφρόψαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφρόψαρο τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀφρὸς καὶ ψάρι.
Σημασιολογία
Συνήθως πληθ. ἀφρόψαρα, οἱ πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν (τὸν ἀφρὸν) τῆς θαλάσσης κολυμβῶντες ἰχθῦς (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 10 <1929/30>205).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA