γελοκακανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γελοκακανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γελοκακανίζω Χίος-Ι.Βενιζ., Παροιμ2, 12, 147.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ρ. γελῶ καὶ κακανίζω.
Σημασιολογία
Γελῶ ἰσχυρῶς, καγχάζω: Παροιμ. Εἶχε κ’ ἡ κουτὴ τουτί, ἔσκυφτε καὶ ’θώρει το καὶ ’γελοκακάνιζε (τουτὶ=αἰδοῖον· περὶ μηδαμινῶν καὶ μωρῶν, οἵτινες ἐνθουσιάζονται ἀπὸ τὴν ἀπολαυὴν καὶ τοῦ ἐλαχίστου πράγματος) Χίος. Ἀνάξιˬος ἔβαλε βρακί, ἔσκυφτε καὶ ’θώρει το καὶ ’γελοκακάνιζε (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ι.Βενιζ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γελοχαχαρίζω, χασκαρίζω, χαχαρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA