γελοκλαίω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γελοκλαίω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γελοκλαίω Ἰων. (Σμύρν.) Κέρκ. Κεφαλλ. Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)- Π.Βλαστ., Κριτικ. ταξίδ., 63 Κ.Θεοτόκ., Καραβέλ., 143-Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ρ. γελῶ καὶ κλαίω.
Σημασιολογία
Γελῶ καὶ κλαίω συγχρόνως ἔνθ’ ἀν.: Ἀπὸ τούς χίλιˬους μύριˬους σαματᾶδες, ποὺ πηγαινοέρχονται καὶ στριφογυρίζουν καὶ τριζομανοῦν καὶ γελοκλαῖνε Π.Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. Ὁ γέρος ἐβάλθηκε νὰ γελοκλαίῃ Κ.Θεοτόκ., ἔνθ’ ἀν. ‖ Φρ. Ὁ Μάρτης γελοκλαίει (διότι ἔχει ἐναλλασσόμενον καιρόν, καλὸν καὶ ἄσχημον) Κέρκ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ὅμ. Ζ 484 «δακρυόεν γελάσασα». Συνών. κλαψογελῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA