γελοκοπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελοκοπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γελοκοπῶ Λεξ. Λάουνδ. γελοκοπάου Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) γελοκοποῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γελῶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -κοπῶ.

Σημασιολογία

Γελῶ συνεχῶς ἔνθ’ ἀν.: Ἐγελοκοποῦσα ’ς τὴ ρούγα τὸ βράδυ οἱ κοπέλες καὶ δὲν ἐbόρου νὰ κάτσου ’ς τὸ σπίτι· ἐβγῆκα κ’ ἐγὼ ὄξου Κίτ. Μάν. Κάθεται ὄξω ’ς τὴν αὐλὴ καὶ γελοκοπάει μὲ τοὺς στρατολάτες Γαργαλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/