γέλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γέλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γέλος ὁ, Πόντ. (Κερασ. Νικόπ. Οἰν. Τραπ.) γέλος τό, Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Νικόπ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Πληθ. οὐδ. γέλ’τα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γελάντας Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γέλως. Διὰ τὴν μεταβολὴν τοῦ γένους εἰς τὸν τύπ. γέλος τό, ἰδ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 52.
Σημασιολογία
1) Ὁ γέλως, τὸ νὰ γελᾷ τις ἔνθ’ ἀν.: Ὁ δέσκαλον ἀς σὸ γέλος ἀπόκρισιν νὰ ἐδίν’νεν ’κ’ ἐπόρεσεν (ὁ διδάσκαλος ἀπὸ τὰ γέλιˬα δὲν ἠδυνήθη νὰ δώσῃ ἀπόκρισιν) Κερασ. Σάντ. Χαλδ. Τὸ γέλος ἀτ’ πά’ ἄνοστον ἔν’ (πά’=πάλιν) Σάντ. Χαλδ. Κρύον κιˬ ἄχαρον γέλος Τραπ. ‖ Φρ. Ἐξεραχῶθε ἀς σὰ γέλ’τα Τραπ. (Συνών. φρ. ξεράθηκε ’ς τὰ γέλιˬα). Ἔρθεν τὸ γέλος ’ς σὸν πρόσωπον ἀτ’ (ἐπὶ ἀνθρώπου σκυθρωποῦ, ὅστις σπανίως γελᾷ) Κερασ. Κοτύωρ. ᾿Εκορδυλγαν τ’ ἰντέρ μ’ ἀς σὰ γέλ’τα (ἔστριψαν τὰ ἔντερά μου ἀπὸ τὰ γέλιˬα· ἐπὶ ὑπερβολικοῦ γέλωτος) Τραπ. Χαλδ. Ἡ πορδὴ ἔσπασεν ἀς σὸ γέλος (ἐπὶ ἀναιδοῦς καὶ ἀναισχύντου γέλωτος) Κερασ. || Παροιμ. Τὸ πολλὰ ὁ γέλος ἔει καὶ κλαίην (τὸ πολὺ γέλιˬο ἔχει καὶ κλάψιμον· ἐπὶ λύπης κατόπιν γέλωτος) Τραπ. ‖ ᾎσμ. Ἄνοιξη φέρει τὴν Λαμπρὴν καὶ τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ἄνοιξη φέρει τὴν ζωήν, τὴν χαρὰν καὶ τὸ γέλος. Πάντα νὰ ἔτον ἄνοιξη, πάντα καλοκαιρία Σταυρ. Συνών. γέλιˬο 1. 2) Μετων., ἄνθρωπος ἄξιος γέλωτος καὶ ἐμπαιγμοῦ ἔνθ’ ἀν.: Ἐγένουζ’νε γέλος ’ς σὴ γειτονίαν Χαλδ. ᾿Εέντον γέλος ’ς σὸν κόσμον Ἴμερ. Γέλος καὶ μασχαρεία νὰ γίνεται (μασχαρεία=ἀστειότης) Κερασ. Γέλος εὐτγω σε (θὰ σὲ κάμω περίγελων) Τραπ. Συνών. γέλιˬο 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA