ἀφτάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφτάκι

Τυπολογία

ἀφτάκι τό, κοιν. ἀφτά’ βόρ. ἰδιώμ. ἀφτάτσι πολλαχ. ’φτάκι Κάρπ. Ρόδ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀφτὶ διὰ τῆς καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸ ἀφτὶ κυριολεκτικῶς ἢ θωπευτικῶς κοιν.: Μεταφ. φρ. Ἀφτάκιˬα τοῦ γιλέκου ἢ τοῦ πανταλονιˬοῦ κττ. (αἱ δύο ὄπισθεν μικραὶ λωρίδες διὰ τῶν ὁποίων σφίγγεται ἢ χαλαροῦται τὸ φόρεμα) σύνηθ. Ἀφτάκιˬα τοῦ ποντικοῦ (εἶδος κεντήματος εἰς τὰ γυναικεῖα μεταξωτὰ ὑποκάμισα) Ἰων. (Κρήν.) Συνών. ἀφτέλλι͵ *ἀφτόπουλλον, ἀφτουλλάκι, ἀφτούλλι, ἀφτούτσι, ἀντίθ. ἀφτάκλα, ἀφταρῖνα, ἄφταρος, ἀφτούκλα, ἀφτούλλα. 2) Πληθ. ἀφτάκιˬα, εἶδος παιδιᾶς (διὰ τὸ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους χαρασσόμενον σχῆμα) Πελοπν. (Κυνουρ.) 3) Εἶδος ἀγρίου φυτοῦ (διὰ τὸ σχῆμα τῶν φύλλων) ’Ιθάκ. Κρήτ. 4) Εἶδος μύκητος Κυθν. Παρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κόκκιν. Παππούλ.) Τῆν. κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/