γεματάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεματάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεματάκι τό, ἀμάρτ. γιˬοματάκι Πελοπν. (Λιγουρ.)-Χ.Χρηστοβασ., Διαγων., 31 Διηγ. στάνης, 63 γιˬοματά’ Εὔβ. (Ἄκρ.) γιˬουματάκι Εὔβ. (Στρόπον.) γιˬουματά’ Στερελλ. (Αἰτωλ. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ.) γιˬοματάτσι Εὔβ. (Κάρυστ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέμα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

1) Τὸ μεταξύ ὀγδόης καὶ ἐνάτης πρωινῆς ὥρας λαμβανόμενον φαγητὸν Εὔβ. (Κάρυστ.) Στερελλ. (Ὑπάτ.). Συνών. γέμα 3. 2) Γέμα 4, ὃ ἰδ., Εὔβ. (Ἄκρ. Κάρυστ. Στρόπον.) Πελοπν. (Λιγουρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ.)-Χ.Χρηστοβασ., ἔνθ’ ἀν.: Θά ’ρθου τοὺ γιˬουματά’ Ὑπάτ. Θὰ εἶμ’ ἰκεῖ ἀπάν’ τοὺ γιˬουματά’ Αἰτωλ. Τὸ γιˬοματάκι ξεκινήσαμε τὸ λείψανο γιˬὰ τὸ ρημοκκλήσι Χ.Χρηστοβασ., Διηγ. στάνης, ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/