ἀργοκκλήσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργοκκλήσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀργοκκλήσι τό, ἀμάρτ. ἀργοκκλήσ᾿ Ἄνδρ. (Κόρθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἐκκλησία.

Σημασιολογία

Μικρὰ ἐκκλησία εὑρισκομένη μακρὰν τοῦ συνοικισμοῦ εἰς τὴν ὁποίαν ἢ ποτὲ ἢ σπανίως γίνεται λειτουργία. Συνών. ἐξωκκλήσι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/