ἀργοκόφτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργοκόφτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργοκόφτω Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀργὰ καὶ τοῦ ρ. κόφτω.
Σημασιολογία
Βραδέως καὶ κατ᾽ ὀλίγον προχωρῶ ἢ συντελοῦμαι: Το καράβιν ἀργοκόφτει. Τὸ παννὶν ἀργοκόφτει (βραδέως προχωρεῖ ἡ ὕφανσις του). ᾿Εργόκοψεν ἡ δουλεία (ἐβράδυνεν ἡ ἐργασία νὰ συντελεσθῆ παρεμπεσόντος κωλύματος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA