ἀργολαλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργολαλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀργολαλῶ Κρήτ. Σῦρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀργὰ καὶ τοῦ ρ. λαλῶ.

Σημασιολογία

1) Λαλῶ, ἠχῶ βραδέως Κρήτ.: ᾎσμ. Ἕνα gουδούν’ ἀργολαλεῖ πέρα ᾿ς τσοὶ πέρα ρίζες, μὲ τσοὶ μαδάρες μάχεται, μὲ τὰ βουνὰ μαλώνει καὶ μὲ τὰ χαμωλάgαδα ἔχει κακιˬὰ κι ἀμάχη (πρόκειται ἐνταῦθα περὶ κώδωνος αἰγός. μαδάρες=ὀρεινὰ μέρη γυμνὰ καὶ βραχώδη). 2) Βομβῶ Σῦρ.: Ἀργολαλεῖ τὸ μελίσσι το καλοτσαίρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/