ἀνάλλαγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάλλαγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάλλαγος ἐπίθ. ἀνάλλαχτος Κύπρ. Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)-Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνάλλαγος κοιν. ἀνάλλαγους βόρ. ἰδιώμ ἀνάλλαος ᾿Αθῆν. ᾿Ανδρ. Λευκ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λάκων. Μεσσ. Οἰν. Σουδεν.) Πόντ. (Σάντ.) Σύμ. κ.ἀ. ἀνάλλαους Εὔβ. (Στρόπον) Θρᾴκ. Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ. ἀ. ἀνάλλαγο Τσακων. ἀνάογο Τσακων. ἄλλαχτος Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Τραπ.) ἄλλαγος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Πόντ. (Σάντ.) κ. ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ἀλλαγή. ᾿Ιδ ΓΧατζιδ. ἐν ’Αθηνᾴ 28 (1916) Λεξικογρ. ’Αρχ. 20 κἑξ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἀνάλλαχτος κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἀλλαχτός, δι’ ὃ πβ. καὶ μεταγν. ἀνάλλακτος=ἀμετάβλητος, ἀναλλοίωτος. Οἱ τύπ. ἄλλαχτος καὶ ἄλλαγος ἄνευ συνθέσεως ὁ μὲν πρῶτος ἐκ τοῦ ἀλλαχτὸς, ὁ δὲ δεύτερος ἐκ τοῦ ἀλλαγή, εἰς τοὺς ὁποίους τὸ ἀρκτικὸν α προσέλαβε σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ᾿Ιδ ἀ- στερητ. 2α.
Σημασιολογία
Α) Παθ. 1) Ὁ μὴ μεταβαλλόμενος, ἀμετάβλητος Λεξ. Δημητρ.: Τῶν ἀστεριˬῶν ὁ ἀνάλλαγος δρόμος. Ἔχει ἀνάλλαχτη γνώμη. 2) Ὁ μὴ ἀνταλλασσόμενος εἴτε ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἀνταλλαγῇ ἢ ὁ μὴ ἀνταλλαγεὶς Λεξ. Δημητρ. : Οἱ δραχμὲς μας κατάντησαν ἀνάλλαχτες. Λίρες ἀνάλλαχτες. Χιλιˬάρικο ἀνάλλαγο. 3) Ὁ μὴ ἀλλαγείς, ὃ μὴ ἀντικατασταθεὶς Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ.-(Ἑβδομαδ. Τύπ. 1 Ἰουλίου 1934)-Λεξ. Δημητρ.: Ἄφησες τὸ νερὸ τῶν λουλουδιˬῶν ἀνάλλαχτο Λεξ. Δημητρ. Πετάξαμε ἀποπάνου μας τὰ βρόμικα ἀσπρόρρουχα ποῦ φορούσαμε ἀνάλλαγα τόσες μέρες (Ἑβδομαδ. Τύπ. ἔνθ’ ἀν) Β) Ενεργ. 1) Ὁ μὴ ἀλλάξας τὰ ἐσώρρουχά του κοιν. καἱ Πόντ.(Τραπ.): Εἶμαι δέκα μέρες ἀνάλλαγος. Ἔχω καιρὸ ἄλουστος κιˬ ἀνάλλαγος. Μετάλαβε τὸ παιδὶ ἀνάλλαγο κοιν. Ἄλλαχτος ἐπῆεν ᾿ς σὴν ἐγκλησίαν Τραπ. Ἔχου δυˬὸ ᾿βδουμάδις ἀνάλλαους Αἰτωλ. Στρόπον. β) ᾽Ακάθαρτος, ρυπαρὸς Θεσσ (Ζαγορ.) Πελοπν.(Γορτυν.):Βρὲ ἀνάλλαγε! (ὑβριστικῶς) Γορτυν. 2) Ὁ μὴ ἐνδυθεὶς ἑορτάσιμον ἐνδυμασίαν, λαμπρὰν στολὴν κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ.): Πάει᾽ς τὸ γάμο-᾿ς τὴν ἐκκλησία ἀνάλλαγος κοιν. Ἀνάλλαχτος ἐπῆεν ᾿ς σὴ χαρὰν Τραπ. ǁ Ἄσμ. Ἀνάλλαγη κιˬ ἀχτένιστη καἰ μαυροφορεμένη νὰ σὲ γνωρίσ’ ἡ μάνα σου πῶς ἔρχεσαι θλιμμένη Κρήτ. Παιδιˬά μ᾿ γιˬατ᾿ εἶστ’ ἀνάλλαγα, γιˬατ᾿ εἶστε λερωμένα; Πελοπν. (Φεν.) Κόρη μ᾿ , γιˬατ’ εἶσ᾽ ἀνάλλαη κι᾽ λιρουφουριμένη Αἰτωλ. Ὡραῖος εἶσ᾽ ἀνάλλαγος, λεβέντης ἀλλαμένος, καὶ ὅντες βαρεˬοστολιστῇς, σὰν ἄγγελος γραμμένο (γαμήλιον) Λευκ. Ν’ ἀλλάξουν οἱ ἀνάλλαχτες τὰ πεˬὰ καλά τους ροῦχα Μεγιστ. ᾿Ανάλλαχτην τὴν ἤθελα κιˬ ἀνάλλαχτην τὴν πῆρα. Κύπρ. Ἀντίθ. ἀλλαμένος ἢ ἀλλασμένος (ἰδ. ἀλλά ζω Α 3 β). 3) Ὁ μὴ ἔχων ἀλλην ἑνδυμασίαν ἐκτὸς ἐκείνης, τὴν ὁποίαν φορεῖ Μακεδ. Πελοπν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA