γεματούτσικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεματούτσικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεματούτσικος ἐπίθ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.)-Λεξ. Βυζ. Μπριγκ. γιματούτσ’κους Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ’εματούτσικος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Οὐδ. γιˬοματούικο Τσακων. (Μέλαν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γεμᾶτος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούτσικος.
Σημασιολογία
1)Ὁ κἄπως πλήρης Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Τσακων. (Μέλαν.)-Λεξ. Βυζ. Μπριγκ.: Ἕνα σταμνιˬούλι ’άι γιˬοματούικο (ἕνας μικρὸς πίθος σχεδὸν γεμᾶτος μὲ λάδι) Μέλαν. 2) Γεματούλης 1, ὃ ἰδ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Δὲν εἶστε δὰ καὶ παχε͜ιές, ’εματούτσικες εἶστε, μὰ δὲ λέεστε παχε͜ιές. Εἶναι μιˬὰ ’υχιˬὰ ’εματούτσικη (μιˬὰ ’υχιˬὰ=μιˬὰ νυχιˬά, ὀλίγον). 3) Γεματουλὸς 2, ὃ ἰδ., Τσακων. (Μέλαν.): Λιγάτσι γιˬοματούικο ποῖε νι, ἔι τελεία ψιλὲ τὸ νέμα ντι (κάμνε τὸ νῆμα σου ὀλίγον χονδρόν, εἶναι τελείως λεπτόν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA